ΔΙΕΘΝΗΣ ΕΝΩΣΗ ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΩΝ – ΤΟΠΙΚΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΝΟΜΟΥ
ΑΡΚΑΔΙΑ
Διεύθυνση : | Αλ.Σούτσου 29 & Σαχτούρη |
ΤΚ : |
22100 |
Πόλη : | Τρίπολη |
Τηλ : |
2710-230512 |
Fax : | 2710-222355 |
Ιστοσελίδα : | |
email : | tdarkadias@gmail.com |
την 24η Μαίου 2020 συνήλθε το Δ.Σ. και συγκροτήθηκε σε σώμα ,ως παρακάτω:
Διοικητικό Συμβούλιο
Αναπληρωματικά μέλη
Α/Α |
Ονοματεπώνυμο |
1. | |
2. | |
3. |
Ελεγκτική Επιτροπή
Α/Α |
Τίτλος Δ.Σ. | Ονοματεπώνυμο | Τηλ. Εργασίας | Τηλ. Οικίας | Κινητό Τηλ. |
1. | Πρόεδρος | ΑΔΑΜΟΠΟΥΛΟΣ Σπυρίδων | |||
2. | Μέλος | ΚΑΚΑΒΟΥΛΑΣ Ιωάννης | |||
3. | Μέλος | ΠΑΠΑΚΩΣΤΑΣ Κωνσταντίνος |
Λίγα λόγια για την όμορφη Αρκαδία
Η Άκοβα ή Άκοβαι ήταν Μεσαιωνική πόλη κοντά στο σημερινό χωριό Βυζίκι Αρκαδίας. Η ονομασία αυτή ίσως προέρχεται από την λατινική λέξη «άκουα» που σημαίνει νερό καθώς η περιοχή έχει πολλά νερά. Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους σταυροφόρους το 1204 και τη διανομή των εδαφών της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, η Άκοβα, μαζί με άλλα 23 φέουδα, αποτέλεσε τη βαρονία της Άκοβας, που ήταν μία από τις 12 βαρονίες στις οποίες διαιρέθηκε η Αχαΐα, όπως ονομάζονταν τότε ολόκληρη η Πελοπόννησος. Η βαρωνία δόθηκε στο βαρώνο Γκωτιέ ντε Ροζιέρ το 1209. Ο Γκωτιέ ντε Ροζιέρ έχτισε στην περιοχή ένα φρούριο για το οποίο γίνεται λόγος και στο Χρονικό του Μορέως (κάστρον καλόν εποίκεν κι ωνόμασε την Άκοβαν). Οι Φράγκοι ονόμασαν το φρούριο Ματεγκριφόν ή Ματαγκριφόν που σήμαινε ή η απόκρουση ή η εξόντωση των Γραικών ο δε λαός το έλεγε «Κάστρο της Μονοβύζας», καθώς μετά το θάνατο του ντε Ροζιέρ τη βαρωνία ανέλαβε η ανεψιά του και κόρη του βαρώνου του Πασαβά (Γύθειο) Μαργαρίτα, για την οποία αναφέρεται ότι ήταν μονόστηθη για να πολεμάει πιο άγρια. Τελικά τα δύο τρίτα των εδαφών της Άκοβας προσαρτήθηκαν στο Πριγκηπάτο της Αχαΐας, με πρίγκηπα τον Γουλιέλμο Βιλλεαρδουίνο, ο οποίος παραχώρησε την περιοχή αργότερα στη δευτερότοκη κόρη του Μαργαρίτα που έγινε η δεύτερη κυρά της Άκοβας το 1277 και η οποία κληροδότησε την Άκοβα στην κόρη της Ισαβέλλα. Το φρούριο της Άκοβας καταλήφθηκε από τον Εβρενός – μπέη το 1391, περιήλθε όμως οριστικά στους Οθωμανούς το 1458. Στην περίοδο της Τουρκοκρατίας η Άκοβα αποτελούσε το τέταρτο τμήμα του βιλαετίου της Καρύταινας και ονομαζόταν και Πέρα Μεριά. Το 1611 ιδρύθηκε στην Άκοβα πατριαρχική εξαρχία που παρετυμολογικώς ονομάστηκε Ιάκωβα. (Πηγή πληροφοριών: Βικιπαίδεια)
Αρχαία Λυκόσουρα
Η Λυκόσουρα ήταν αρχαία αρκαδική πόλη. Ιδρύθηκε από τον Λυκάονα, πρώτο βασιλιά των Αρκάδων και γιο του Πελασγού και ήταν η πρωτεύουσα των Αρκάδων μέχρι ο Κλείτωρ να την μεταφέρει στον Κλείτορα. Θεωρούταν η ιερότερη και παλιότερη πόλη της Αρκαδίας, μάλιστα όπως αναφέρει ο Παυσανίας ήταν η πρώτη πόλη που είδε ο ήλιος, παλαιότερη όλων των πόλεων σε γη και νησιά, δηλαδή η πρώτη πόλη που ιδρύθηκε στον πλανήτη. Ο Παυσανίας, πριν τον Λυκάονα και την ίδρυση της Λυκόσουρας σημειώνει ότι οι άνθρωποι ζούσαν στην ύπαιθρο και σε σπήλαια αφού ο πατέρας του Λυκάονος, Πελασγός, τους έμαθε να φτιάχνουν καλύβες και να φοράνε δέρματα ζώων ως ρούχα. Ήταν από τις αρκαδικές πόλεις που εποίκησαν την Μεγαλόπολη. Στη Λυκόσουρα υπήρχε ναός της Δέσποινας στον οποίο λατρεύονταν πολλοί θεοί και όχι ένας όπως συνηθιζόταν και ομώνυμο άλσος, επίσης ιερό του Πανός και της Αθηνάς. (Πηγή πληροφοριών: Βικιπαίδεια)
Αρχαία Μαντινεία
Η αρχαία πόλη της Μαντίνειας ήταν ιδρυμένη στην Αρκαδία. Ο σημερινός επισκέπτης προσεγγίζει την αρχαία πόλη μέσω της επαρχιακής οδού που οδηγεί από την Τρίπολη προς τις κοινότητες Αρτεμισίου και Ορχομενού, σε απόσταση περί τα 13 χιλ. βόρεια της πρωτεύουσας του Νομού. Η Μαντίνεια είναι μία από τις σημαντικές σε μέγεθος, μορφή και διατήρηση πόλεις της αρχαιότητας. Ως μυθικό ιδρυτή της πόλης αναφέρει ο Παυσανίας τον Mαντινέα, εγγονό του γενάρχη των Aρκάδων Πελασγού, στον οποίο αποδίδεται η μετάβαση της Mαντίνειας από τη φυλετική δομή στην πολιτειακή οργάνωση. Με τη στρατηγικής σημασίας γεωγραφική θέση της, η Mαντίνεια αναδείχτηκε ήδη από νωρίς σε θέατρο σημαντικών ιστορικών γεγονότων που συνδέονται όχι μόνο με την τοπική αρκαδική ιστορία αλλά και με σημαντικές εξελίξεις στον ελλαδικό χώρο κατά την αρχαιότητα. Η αρκαδική πόλη άκμασε και είχε δυναμική παρουσία στα δρώμενα της εποχής από την αρχαϊκή περίοδο. Το διαφωτιστικό κείμενο του περιηγητή του 2ου αι. μ.X. Παυσανία σε συνδυασμό με άλλες γραπτές πηγές καθώς και τα ανασκαφικά δεδομένα, αποτελούν το σύνολο των στοιχείων που μάς βοηθούν σήμερα να ανιχνεύσουμε την διαδρομή της Mαντίνειας μέσω των αιώνων. Το διοικητικό κέντρο της Mαντίνειας κατά την προϊστορική εποχή θεωρείται ότι αποτελεί ο λόφος Γκορτσούλι σε μικρή απόσταση βόρεια της σωζόμενης πόλης των κλασικών χρόνων, στον οποίο η σύγχρονη έρευνα αναγνωρίζει την Πτόλιν των γραπτών πηγών. Με μεγαλύτερη σαφήνεια είναι γνωστή η διαδρομή της Mαντίνειας κατά τους ιστορικούς χρόνους. Στην πεδιάδα που εκτείνεται σε απόσταση 13 χιλ. περίπου βόρεια της Tρίπολης ιδρύεται, πιθανόν στις αρχές του 5ου αι. π.X., η μία εκ των δύο σημαντικών πόλεων της ανατολικής Aρκαδίας -η άλλη είναι η Tεγέα – ως προϊόν συνοικισμού πέντε αγροτικών κοινοτήτων της περιοχής. O διαρκής ανταγωνισμός της Mαντίνειας με τη Σπάρτη για τον έλεγχο και την κυριαρχία στην ευρύτερη περιοχή είχε ως τελικό αποτέλεσμα την καταστροφή της παλιότερης αυτής Mαντίνειας από το βασιλιά της Σπάρτης Aγησίπολη στα 385 π.X., με ένα τέχνασμα που αναφέρει διεξοδικά ο Ξενοφών στα Eλληνικά 5,2,1-7. Oι μαντινείς εγκατέλειψαν την πόλη και διασκορπίστηκαν εκ νέου σε κώμες. Aυτός ο διοικισμός της Mαντίνειας κράτησε έως το 370 π.X., όταν με πρωτοβουλία του Θηβαίου στρατηγού Eπαμεινώνδα η πόλη επανιδρύθηκε στην ίδια θέση, προκειμένου να αποτελέσει προπύργιο ενάντια στον προς βορρά σπαρτιατικό επεκτατισμό. Στην επικράτεια της Mαντίνειας έμελε λίγα χρόνια αργότερα, το 362 π.X., να βρει το θάνατο ο μεγάλος Θηβαίος στρατηλάτης, κατά τη διάρκεια στρατιωτικών επιχειρήσεων. H πολυκύμαντη ιστορική διαδρομή της Mαντίνειας δε σταματά εδώ. Κατά την ελληνιστική εποχή η πόλη είχε προσχωρήσει αρχικά στην αχαϊκή συμπολιτεία. Οι προσπάθειες, όμως, προσεταιρισμού της συμμαχίας των Αιτωλών και των Λακεδαιμονίων και η εξόντωση από τους μαντινείς της εγκατεστημένης στην πόλη αχαϊκής φρουράς, είχε δραματικές συνέπειες για τους Μαντινείς: το 223 π.X. ο Μακεδόνας βασιλιάς Aντίγονος ο Γ’ μαζί με τους Αχαιούς συμμάχους του κατέλαβαν την πόλη, θανάτωσαν τους επιφανέστερους μαντινείς, εξανδραπόδισαν άλλους και λεηλάτησαν τη Μαντίνεια. To 221 π.X. πραγματοποιείται εκ νέου εποικισμός της πόλης, η οποία ονομάζεται πλέον Aντιγόνεια, προβάλλοντας κατά ειρωνικό τρόπο ως οικιστή της πόλης το Mακεδόνα βασιλιά Aντίγονο. Tο όνομα Aντιγόνεια διατηρήθηκε για την πόλη έως τις πρώτες δεκαετίες του 2ου μεταχριστιανικού αιώνα, όταν ο αυτοκράτορας Aδριανός την επισκέφτηκε και επανέφερε το αρχικό όνομά της. O Pωμαίος αυτοκράτορας εγκαθίδρυσε στη Mαντίνεια λατρεία προς τιμήν του νεκρού ευνοούμενου του Aντινόου, του οποίου η γενέθλια γη, το Bιθύνιο της Μικράς Ασίας, θεωρείτο αποικία Μαντινέων της Αρκαδίας. Μεταξύ των ετών 1887-1889 πραγματοποιήθηκαν οι πρώτες ανασκαφικές εργασίες στον χώρο της αρχαίας αγοράς από ερευνητική ομάδα της Γαλλικής Αρχαιολογικής Σχολής υπό τη διεύθυνση του G. Fougeres. Από το 1960 και εξής ανασκαφές μικρής έκτασης και σωστικού χαρακτήρα από την Αρχαιολογική Υπηρεσία έφεραν στο φως οικοδομικά λείψανα της πόλης καθώς και ναϊκό οικοδόμημα στο λόφο Γκορτσούλι. (Πηγή πληροφοριών: Υπουργείο Πολιτισμού)
Αρχαία Μεγαλόπολη
Βρισκόταν στα βορειοδυτικά προάστια της σημερινής Μεγαλόπολης, 35 χμ δυτικά της Τρίπολης, στο κέντρο του λεκανοπεδίου της. Ήταν χτισμένη στις όχθες του ποταμού Ελισσώνα, στα δυτικά της γέφυρας του ποταμού στο σημερινό δημόσιο δρόμο Μεγαλόπολης – Καρύταινας. Χτίστηκε με προτροπή του Επαμεινώνδα το 370 π.Χ. με σκοπό να αποτελέσει ένα κέντρο για όλους τους Αρκάδες και έναν αντίπαλο πόλο δύναμης στη γειτονική της Σπάρτη. Για να κατοικηθεί η πόλη μετακινήθηκαν κάτοικοι από 40 αρκαδικά χωριά και αρκετοί είλωτες που είχαν δραπετεύσει, έτσι ώστε να διασφαλιστεί ότι ποτέ αυτή η πόλη δε θα φερόταν φιλικά στη Σπάρτη. Μετά το 337 π.Χ. η πόλη συντάχθηκε με τους Μακεδόνες. Το 331 π.Χ. πολιορκήθηκε χωρίς επιτυχία από τους Σπαρτιάτες και τους συμμάχους τους. Εκεί, τον ίδιο χρόνο, συγκρούστηκαν οι Σπαρτιάτες και οι σύμμαχοί τους με τους Μακεδόνες και τους δικούς τους συμμάχους, που είχαν φτάσει για να βοηθήσουν την Μεγαλόπολη. Οι Μακεδόνες κατάφεραν να νικήσουν, σβήνοντας έτσι κάθε ελπίδα των Σπαρτιατών για ανασύσταση της ηγεμονίας τους. Στη μάχη σκοτώθηκε ο βασιλιάς της Σπάρτης, Άγις. Τους Μακεδόνες διοικούσε ο Αντίπατρος. Ονομαζόταν Μεγάλη Πόλις ή Μεγάλα Πόλις στη δωρική διάλεκτο. Μεταγενέστερη υπήρξε η ονομασία Μεγαλόπολις. Αρχαιολογικά ευρήματα που ανακαλύφθηκαν στην Αρχαία Μεγαλόπολη είναι:
- Αγορά: Στο βόρειο μέρος της Μεγαλόπολης, πάνω από τη δεξιά όχθη του ποταμού Ελισσώνα υπήρχε η αγορά της Μεγαλόπολης, με λιθόκτιστο περίβολο χαμηλού ύψους. Στη μέση της αγοράς βρίσκονταν το ιερό του Λύκαιου Δία, βωμοί του Δία, δύο αετοί – συμβολικά πουλιά του Δία, μαρμάρινο άγαλμα του Πάνα, χάλκινο άγαλμα του Απόλλωνα, ύψους 12 ποδών από τη Φιγαλία, καθώς και άγαλμα της μητέρας των θεών. Επίσης η αγορά περιελάμβανε κατεστραμμένο ναό του κακήσιου Ερμή, ναό της Τύχης με μαρμάρινο άγαλμα, ανάγλυφη παράσταση του Πολύβιου και ιερό του Δία Σωτήρα. Οι ανασκαφές των Άγγλων αρχαιολόγων έφεραν στο φως στα Βόρεια της αγοράς τη Φιλίππειο στοά, μήκους 155,60 μ. και πλάτους 20 μ. Στην πρόσοψη είχε δωρική κιονοστοιχία και δύο Ιωνικές στο εσωτερικό της. Τα κομμάτια των κιόνων που βρέθηκαν συνδέουν το οικοδόμημα με την εποχή του Φιλίππου του Ε΄(183 π.Χ.) Η στοά, που κλείνει το χώρο της αγοράς από τα ανατολικά, ήρθε στο φως με τις ανασκαφές του 1890. Είχε μήκος 91,50 μ. και κατεύθυνση από νότο προς βορρά. Η στοά που έκλεινε την αγορά από το νότο χτίστηκε από το μεγαλοπολίτη Αρίστανδρο και παρασύρθηκε από το ρέμα του ποταμού Ελισσώνα.
- Γυμνάσιον: Στα δυτικά της αγοράς βρισκόταν το γυμναστήριο (γυμνάσιον) της αρχαίας Μεγαλόπολης. Σήμερα έχουν σωθεί λείψανα στοών και άλλων οικοδομημάτων του γυμνασίου.
- Θερσίλιο – Βουλευτήριο: Κοντά στο αρχαίο θέατρο σώζονται θεμέλια του Βουλευτηρίου, που είχε γίνει για τους «Μύριους» Αρκάδες και ονομάστηκε από τον ιδρυτή του Θερσίλιο. Ήταν ένα ευρύχωρο ορθογώνιο οικοδόμημα, με πέντε εσωτερικές κιονοστοιχίες σε καθεμιά από τις πλευρές του. Τέσσερις κεντρικοί κίονες σχημάτιζαν τετράγωνο και στήριζαν την ξύλινη στέγη και τις ξύλινες σειρές των εδωλίων, διατεταγμένες βαθμιδωτά έως 2,50 μ. ύψος. Το βήμα ήταν χαμηλά στη νότια πλευρά του Θερσιλίου. Εκεί συνεδρίαζαν οι πληρεξούσιοι της αρκαδικής Ομοσπονδίας που λέγονταν «μύριοι» και έπαιρναν αποφάσεις για πόλεμο και ειρήνη ή συμμαχίες. Σήμερα σώζεται το προστώο του Θερσιλίου στη νότια πλευρά του.
- Τείχη: Γύρω από την αρχαία Μεγαλόπολη ήταν χτισμένα τείχη, πλίνθινα με λίθινο υπόβαθρο, 8,5 χμ. περίπου περίμετρο, τα οποία δε σώζονται εξαιτίας της πρόχειρης κατασκευής τους. (Πηγή πληροφοριών: Μεγαλόπολη Αρκαδίας)
Αρχαία Νεστάνη
Η αρχαία Νεστάνη ήταν κώμη της Αρκαδίας στην περιοχή της Μαντίνειας, χτισμένη πάνω σε μία από τις αρχαίες διόδους επικοινωνίας με την Αργολίδα. Η κώμη, όταν πέρασε από εκεί ο αρχαίος περιηγητής Παυσανίας (2ος αι. μ.Χ.), ήταν ήδη κατεστραμμένη και ερειπωμένη, σε άγνωστο χρόνο. Όπως μας λέει, μετά τα ερείπια της πόλης υπήρχε ιερό της θεάς Δήμητρας και εκεί γινόταν κάθε χρόνο εορτή προς τιμήν της από τους Μαντινείς. Η αρχαία πόλη έχει ανασκαφεί και η ακρόπολή της βρίσκεται σε χαμηλό λόφο, δίπλα από το σημερινό χωριό Νεστάνη, με θέα στο μικρό οροπέδιο απ’ όπου περνά η σημερινή Εθνική Οδός. Μία καλά διατηρημένη πύλη του τείχους και λείψανα ενός πύργου είναι ό,τι απέμεινε από τις οχυρώσεις του 4ου π.Χ. αι.. Στους πρόποδες του λόφου της ακρόπολης βρίσκεται η κρήνη του Φιλίππου, την οποία πρώτος έχτισε ο Μακεδόνας βασιλιάς Φίλιππος Β’ το 338 π.Χ., αλλά έχει υποστεί πολλές επεμβάσεις στη συνέχεια. Η ακρόπολη της Νεστάνης και τα σωζόμενα σήμερα τείχη της, καθώς κι ο πύργος, είναι πελασγικά. Ο περίβολος του τείχους περικλείει σχεδόν έξι στρέμματα. Κατά διαστήματα η τοιχοποιία διεκόπτετο από άλλους πύργους. Πέντε μεγάλοι ογκόλιθοι στην κορυφή του λόφου μαρτυρούν την ύπαρξη αρχαϊκού ανακτόρου. Η μικρή πολιτεία υπήρξε μία από τις σημαντικότερες αρκαδικές θέσεις, ακμάζοντας ανάμεσα στον 5ο και τον 3ο αιώνα π.Χ.. Σε μικρή απόσταση από τη Νεστάνη υπήρχε Ιερό της Δήμητρας. (Πηγή πληροφοριών: Βικιπαίδεια)
Αρχαίο Παλλάντιο
Το Αρχαίο Παλλάντιο –σημερινό χωριό Παλλάντιο- βρίσκεται στα βορειοδυτικά της λίμνης Τάκα, 7 χιλιόμετρα από την Τρίπολη Αρκαδίας. Οικιστής του τόπου θεωρείται ο Πάλλας, εγγονός του Πελασγού. Όμως, μάλλον το όνομά του το χρωστάει στην Παλλάδα Αθηνά. Το Παλλάντιο είναι η βασική μητρόπολη της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Από εδώ ξεκίνησαν με αρχηγό τους τον Εύανδρο οι Αρκάδες, περαιώθηκαν στην ιταλική χερσόνησο και οίκησαν για πρώτη φορά τον Παλατίνο Λόφο, την καρδιά της Ρώμης. Αυτός είναι ο λόγος που ο Ρωμαίος Αυτοκράτορας Αντωνίνος Πίος ανακήρυξε το Παλλάντιο ανεξάρτητη επικράτεια και της παραχώρησε προνόμια ελεύθερης πόλης. Αυτός επίσης είναι ο λόγος που οι σύγχρονοι Ιταλοί έρχονται γεμάτοι δέος και προσκυνούν την πανάρχαια κοιτίδα τους. Στον κείμενο λόφο οι ανασκαφές έφεραν στο φως τη θεμελίωση 4 σπουδαίων ναών. Υπάρχουν σωζόμενα ίχνη του οχυρωματικού περιβόλου της ακρόπολης και έχουν βρεθεί και δύο αγάλματα, του Πάλλαντα και του Ευάνδρου στην κάτω πόλη. Ο Παυσανίας διασώζει την ύπαρξη του ιερού των Καθαρών Θεών, Θεοτήτων δηλαδή που δεν δέχονταν αιματηρές θυσίες. Μέσα στην πόλη του αρχαίου Παλλαντίου υπήρχε και ιερό της Περσεφόνης. Στην πεδιάδα κάτω από τον λόφο κείτονται τα λιγοστά απομεινάρια δύο παλαιοχριστιανικών βασιλικών που κρατούν εντοιχισμένα αρχαιότερα αρχιτεκτονικά μέλη. Η μία από τις βασιλικές, χτισμένη τον 6ο αιώνα, είναι αφιερωμένη στον Άγιο Χριστόφορο. Δυτικά του αρχαίου Παλλαντίου και στη θέση Βίγλα του Βόρειου όρους κατά τον Παυσανία (σήμερα Γράβαρη), πάνω στον αρχαίο δρόμο που οδηγούσε από την αρχαία Ασέα στην Τεγέα και σε βραχώδη και ερημική τοποθεσία σώζονται τα θεμέλια δωρικού ναού του τέλους του 6ου αι. π.Χ. Ο ναός αποδίδεται από τον Παυσανία στην Αθηνά Σώτειρα και στον Ποσειδώνα και ήταν μεγαλοπρεπής με μάρμαρο Δολιανών και με αετωματικά γλυπτά. Το μεγαλύτερο μέρος από το οικοδομικό υλικό του ναού είχε χρησιμοποιηθεί για την ανέγερση εκκλησίας στο Βαλτέτσι το έτος 1837. Στη βόρεια άκρη του ναού είναι χτισμένη μικρή εκκλησία αφιερωμένη στη Μεταμόρφωση του Σωτήρος. (Πηγή πληροφοριών: Βικιπαίδεια)
Κάστρο Βαλτεσινίκο
Στην κορυφή του υψώματος Παλαιόκαστρο νοτιοδυτικά από το γραφικό χωριό Βαλτεσινίκο υπήρχε μικρό μεσαιωνικό οχυρό. Κατεστραμμένο σήμερα, διασώζει μόνον ελάχιστα ίχνη της εξωτερικής οχύρωσης. Το κάστρο βρίσκεται σε μεγάλο υψόμετρο, 1364 μέτρα, αλλά η υψομετρική διαφορά από το χωριό είμαι μικρή, περί τα 200 μέτρα. Το μικρό αυτό κάστρο καταλαμβάνει τη δυτική πλευρά μικρού πλατώματος που βρίσκεται στην κορυφή. Στη θέση αυτή οδηγεί μονοπάτι έξω από το χωριό. Προστατευόταν από τείχος μήκους 40 μέτρων από ξερολιθιά στην ανατολική πλευρά της στενής ράχης του υψώματος, ενώ στο ψηλότερο σημείο του πλατώματος υπήρχε πύργος και στέρνα. Το κάστρο είχε φτωχή και πρόχειρη κατασκευή, χωρίς καμία συνδετική ύλη να ενώνει τις πέτρες του τείχους της οχύρωσης. Η ανατολική πλευρά του κάστρου προστατευόταν από τείχος με μεγάλες πλατιές πέτρες χωρίς καμιά συνδετική ύλη. Το μήκος του είναι περί τα 32μ. και το πάχος του 1,5. Η κατεύθυνσή του από ΒΑ προς ΝΔ ακολουθεί τη ράχη του λόφου. Η στενή λωρίδα στην κορυφή του λόφου έχει μέγιστο πλάτος 8μ. και το μήκος της είναι περίπου ίδιο με το μήκος του τείχους. Η πύλη του θα ήταν μάλλον στη νοτιοδυτική πλευρά η οποία είναι αρκετά ομαλότερη από την βορειανατολική. Αυτή τελειώνει σε απότομο βράχο ο οποίος δεσπόζει του Βαλτεσινίκου. Όλη η ΒΔ πλευρά άλλωστε είναι απροσπέλαστος βράχος ο οποίος δε χρειαζόταν καμιά οχύρωση. Λίγο χαμηλότερα υπάρχουν ίχνη δεύτερου τείχους. Στο υψηλότερο σημείο του πλατώματος, στην ΒΑ άκρη του, όπου και το τριγωνομετρικό της Γεωγραφικής Υπηρεσίας Στρατού, υπάρχει κοίλωμα όπου πρέπει να βρισκόταν η κινστέρνα του πύργου. Η ύπαρξη πύργου αναφέρεται από παλαιότερους ερευνητές ωστόσο σήμερα δε σώζονται ίχνη του. (Πηγή πληροφοριών: Καστρολόγος)
Κάστρο Καρύταινας
Η Καρύταινα είναι το βασικό κάστρο της περιοχής. Ήλεγχε τα στρατηγικά περάσματα που συνέδεαν την Αρκαδία με τη Μεσσηνία και την Ηλεία. Το κάστρο με τον οικισμό του αναπτύσσεται σε απότομο βραχώδες έξαρμα στη δεξιά όχθη του Αλφειού ποταμού. Στον ίδιο λόφο πιθανολογείται ότι βρισκόταν η αρχαία πόλη Βρένθη, που αναφέρεται ως ερειπωμένη ήδη από την εποχή του Παυσανία, αλλά και μια βυζαντινή εγκατάσταση. Λίγο μετά την κατάληψη της Πελοποννήσου από τους Φράγκους σταυροφόρους και την ίδρυση του πριγκιπάτου της Αχαΐας το 1205, η Καρύταινα έγινε έδρα βαρονίας με 22 φέουδα. Πρώτο βαρόνος αναδείχτηκε ο Ούγος ντε Μπριγιέρ, ενώ η ανέγερση του εντυπωσιακού κάστρου της αποδίδεται, σύμφωνα με το χρονικό του Μορέως στον γιο του, Γοδεφρείδο περί τα μέσα του 13ου αιώνα. Το 1320 η Καρύταινα κυριεύτηκε από τον ιδιοκτήτη του Μυστρά Ανδρόνικο Παλαιολόγο Ασάν και παρέμεινε υπό βυζαντινή κυριαρχία έως και το1458, όταν καταλήφθηκε από τους Οθωμανούς. Έκτοτε και έως την Ελληνική Επανάσταση παρέμεινε υπό οθωμανική διοίκηση με μία σύντομη περίοδο βενετικής κυριαρχίας (1685-1715). Καθ’ όλη τη διάρκεια της Οθωμανικής περιόδου αποτέλεσε σημαντικό εμπορικό κέντρο με μεγάλο παζάρι, κυρίως για την πώληση των σιτηρών της ευρύτερης περιοχής. Κατά τη διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης και συγκεκριμένα το 1826, ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης επισκεύασε το κάστρο προκειμένου να το χρησιμοποιήσει ως καταφύγιο για τον άμαχο πληθυσμό και ταυτόχρονα ως ορμητήριο για τις επιχειρήσεις του κατά του Ιμπραήμ. Από την μεσαιωνική Καρύταινα διατηρείται σε καλή κατάσταση η οχυρή ακρόπολη στην κορυφή του λόφου. Εντός αυτής διακρίνονται τα ερείπια των χώρων διαμονής των φράγκων βαρώνων. Στο κέντρο δέσποζε ο ψηλός κεντρικός πύργος σήμερα κατεδαφισμένος ως τα θεμέλια. Στην ηπιότερη πλαγιά του λόφου από την ίδια περίοδο διατηρείται ο ναός της Παναγίας του κάστρου, το συγκρότημα της λεγόμενης οικίας Κολοκοτρώνη καθώς και άλλα κτήρια σε χαμηλά ερείπια. Χαμηλότερα, έξω από την οχύρωση του κάστρου δεσπόζει ο βυζαντινός πύργου του Ματζουρανόγιαννη. Στο διατηρητέο μεταβυζαντινό οικισμό με πολλά σπίτια που χρονολογούνται στο 18ο αιώνα, ξεχωρίζει ο πύργος της Λεβένταινας, οι ναοί του Αγίου Νικολάου και της Ζωοδόχου Πηγής με το μεσαιωνικό κωδωνοστάσιο. Έξω από τον οικισμό, στον Αλφειό ποταμό διατηρείται η μοναδική βυζαντινή γέφυρα του 15ου αιώνα με ένα παρεκκλήσι κτισμένο σε ένα από τα ποδαρικά της. (Πηγή πληροφοριών: Υπουργείο Πολιτισμού)
Κάστρο Λεονταρίου
Δίπλα από τo Λεοντάρι και πάνω στο λόφο που δεσπόζει στο χωριό υπάρχουν τα ερείπια μεσαιωνικού φράγκικου κάστρου. Η περιοχή ανήκε σε μια από τις σημαντικότερες φράγκικες βαρονίες της Πελοποννήσου, ονομαζόμενη Βελιγοστή. Η στρατηγική του θέση ανέδειξε το Λεοντάρι την περίοδο της φραγκοκρατίας σε εμπορικό και διοικητικό κέντρο όλης της περιοχής. Το Λεοντάρι αναπτύχθηκε ραγδαία μετά από την καταστροφή της Βελιγοστής. Μάλιστα, από το 1300 μέχρι το 1391 αποτελούσε την έδρα των δεσποτών του Μοριά. Το 1391 καταλήφθηκε από τους Τούρκους υπό τον Εβρενόζ Πασά. Σύντομα όμως οι Τούρκοι έφυγαν και το Λεοντάρι επανήλθε στους Βυζαντινούς. Στο κάστρο σώζονται υπολείμματα της οχύρωσης και μιας δεξαμενής. Κοντά στην είσοδό του υπάρχει η επίσης ενδιαφέρουσα βυζαντινή εκκλησία του Αγίου Αθανασίου, χαρακτηριστικό δείγμα βυζαντινής αρχιτεκτονικής. Τις μεγάλες του δόξες, όμως, φαίνεται πως τις γνώρισε στα βυζαντινά χρόνια, καθώς δεν αποτέλεσε απλώς μια ακμάζουσα ελληνική κοινότητα που διαδέχτηκε τον φράγκικο οικισμό της Βελιγοστής, αλλά στο πέρασμα του χρόνου εξελίχθηκε στην δεύτερη σημαντικότερη πόλη του Δεσποτάτου του Μυστρά, ενώ για περιορισμένα χρονικά διαστήματα διεκδίκησε και τον τίτλο της πρωτεύουσας του, περί το 1391, λόγω της στρατηγικής θέσης που κατείχε το ονομαστό του κάστρο. Το οχυρό αυτό ήταν και η βασική αιτία που το Λεοντάρι δεν έχασε την λάμψη του, ούτε στα χρόνια που ακολούθησαν την Άλωση της Κωνσταντινούπολης, καθώς τόσο οι Βενετοί κατακτητές, όσο και οι Τούρκοι, συγκρούστηκαν αρκετές φορές στην προσπάθεια τους να το θέσουν υπό τον δικό τους έλεγχο, ενώ ανεξαρτήτως της δύναμης που το κυρίευε ο οικισμός διατηρούσε τον τίτλο της ομώνυμης επαρχίας. Η στρατηγική του σημασία ήταν τόσο μεγάλη, ώστε για μια χρονική περίοδο μετατρέπεται σε έδρα του Τούρκου πασά της Πελοποννήσου, ενώ αργότερα και ύστερα από την οριστικοποίηση της επικράτησης των Τούρκων στην Πελοπόννησο, το Λεοντάρι εξακολούθησε να κατέχει τον ρόλο πρωτεύουσας σε μία από τις 24 επαρχίες- βιλαέτια, στην οποία χώρισαν τον Μοριά οι κατακτητές. Ενδεικτικό άλλωστε της σπουδαιότητας του κάστρου για τον εκάστοτε κύριο της περιοχής είναι ότι η μισθοδοσία της φρουράς του, γινόταν απευθείας από τον ίδιο τον σουλτάνο, τακτική που ίσχυε για τα σημαντικά φρούρια, όπως ήταν εκείνα του Μυστρά, του Ναυπλίου, της Πάτρας, του Ναυαρίνου, της Μεθώνης και της Κορώνης. (Πηγή πληροφοριών: Δήμος Μεγαλόπολης)
Κάστρο Μουχλί
Το Κάστρο Μουχλίου βρίσκεται στα ανατολικά του νομού Αρκαδίας, στα όρια με το νομό Αργολίδας, 15 χλμ. ανατολικά της Τρίπολης, ανάμεσα στους σημερινούς οικισμούς του Αχλαδόκαμπου στα ανατολικά και των Αγιωργίτικων στα δυτικά. Έχει χτιστεί στην κορυφή και στις δυτικές και νότιες κλιτύες λόφου (914μ.), στα βόρεια του Παρθενίου όρους (1215μ) και στα νότια του όρους Κτενιά (1598μ.). Το Μουχλί ήταν μεσαιωνική πόλη που περιβαλλόταν από κάστρο της οποίας σώζονται ερείπια στην σημερινή Αρκαδία στην κοιλάδα του Αχλαδόκαμπου σε λόφο με την ονομασία Μουχλί, παρυφάδα του Παρθένιου όρους κοντά στο χωριό Παρθένι Αρκαδίας. Το κάστρο και πόλη χτίστηκαν γύρω στα 1294 ή 1295 μετά την Άλωση του Νικλίου από τον βυζαντινό στρατηγό Ανδρόνικο Ασάν και προστάτευε τη μεσαιωνική πόλη Μουχλί που υπήρχε εκεί πριν την Φραγκοκρατία. Την εποχή εκείνη εκεί ήταν τα σύνορα του Πριγκιπάτου της Αχαΐας και του Δεσποτάτου του Μυστρά. Η ονομασία του πιστεύεται ότι προέρχεται εκ παραφθοράς του Νικλί ή από τον ναό της Παναγίας της Μουχλιώτισσας όπου ερείπια του διασώζονται και σήμερα. Η πόλη έλεγχε τον δρόμο προς τον Μυστρά και τις άλλες μεγάλες πόλεις της εποχής. Ήταν χτισμένη σε τρία επίπεδα που χωρίζονταν με τείχη και πιστεύεται ότι χρησιμοποιήθηκαν υλικά από το Νικλί και την αρχαία Τεγέα. Το Μουχλί με την καταστροφή του Νικλίου έγινε έδρα της επισκοπής Νικλίου, το 1314 μνημονεύεται μετόχι της οι Άγιοι Θεόδωροι της Μονής Βροντοχίου του Μυστρά. Το 14ο αιώνα πιστεύεται ότι ήταν ισχυρή πόλη και διατηρούσε μικρή αυτονομία. Γνώρισε μεγάλη άνθιση στις τέχνες και στα γράμματα με γνωστότερο εκπρόσωπο της το ζωγράφο Διγενή. Το 1460 το πολιόρκησε ο Μωάμεθ Β΄ και μετά από ημέρες παραδόθηκε στους Οθωμανούς λόγω λειψανδρίας ή έπειτα συμφωνίας από τον διοικητή της Δημήτριο Ασάνη. Ο Μωάμεθ πυρπόλησε κι έκαψε την πόλη και το κάστρο. Άλλες πηγές αναφέρουν ότι ο σουλτάνος τοποθέτησε φρουρά στην πόλη αλλά με την πάροδο των χρόνων εγκαταλείφθηκε σταδιακά κι ερημώθηκε. Στην κορυφή και τις δυτικές και νοτιοδυτικές κλιτύες του λόφου έχουν κατασκευαστεί η οχύρωση και ο οικισμός. Το κύριο σώμα της οχύρωσης του χρονολογείται στα τέλη του 13ου- αρχές 14ου αιώνα. Στην κορυφή του φυσικά οχυρού λόφου βρίσκεται η ακρόπολη και χαμηλότερα, για την προστασία του οικισμού, δημιουργήθηκαν δύο διαδοχικές γραμμές άμυνας που περιτρέχουν ολόκληρη την δυτική κλιτύ και τμήμα της νότιας και πιο ευπρόσβλητης κλιτύος του λόφου. Κάτω από την ακρόπολη – η «Άνω Πόλη»– περιλαμβάνει τα κοσμικά κτίρια ενώ η «Κάτω Πόλη», τους ναούς και πλήθος οικιών και άλλων κτισμάτων. (Πηγή πληροφοριών: Βικιπαίδεια)
Κάστρο Παράλιου Άστρος
Το Κάστρο Παραλίου Άστρους είναι μεσαιωνικό κάστρο που βρίσκεται στην κορυφή του λόφου του Παραλίου Άστρους, απέχει 4 χιλιόμετρα από το Άστρος. Ο χώρος του κάστρου, είναι ανοιχτός και επισκέψιμος καθ’ όλη τη διάρκεια του χρόνου και ο επισκέπτης μπορεί να θαυμάσει τη θέα προς τον Αργολικό κόλπο, το Ναύπλιο και την πεδιάδα του Άστρους. Στο κάστρο διακρίνονται δύο οικοδομικές φάσεις: Η πρώτη φάση αφορά την περίοδο μεταξύ του 17ου αι. και του τέλους του 18ου αι. Ίσως μάλιστα να σχετίζεται με το τέλος της Β’ Ενετοκρατίας και την ανακατάληψη του Μοριά το 1715 από τους Οθωμανούς. (Εκείνη την εποχή οι Οθωμανοί οχύρωσαν κάποιες θέσεις για να εδραιώσουν την παρουσία τους στην περιοχή φοβούμενοι τους Τσάκωνες αλλά και την επιστροφή των Ενετών.) Η δεύτερη κατασκευαστική περίοδος εντοπίζεται από το 1824 και 1825, όταν το κάστρο ανήκε στους τρεις αδερφούς Ζαφειρόπουλους οι οποίοι ήταν πλούσιοι έμποροι από το εξωτερικό και μυημένοι στη Φιλική Εταιρεία. Την περίοδο του 1821 οι αδερφοί Ζαφειρόπουλοι (Κωνσταντίνος, Ιωάννης και Παναγιώτης), με καταγωγή από τον Άγιο Ιωάννη, οχυρώνουν το κάστρο φτιάχνοντας εκεί τις κατοικίες τους. Στις 4 Αυγούστου 1826, 1200 στρατιώτες που είχαν κλειστεί μέσα στο κάστρο νίκησαν τον πολυάριθμο στρατό του Ιμπραήμ που το πολιορκούσε. Το 1833, ο Πάνος Ζαφειρόπουλος (Άκουρος), αφιέρωσε το κάστρο στο Βασίλειο της Ελλάδας και στον βασιλιά Όθωνα. Στις αρχές του 20ου αιώνα, το κάστρο εγκαταλείφθηκε και ερημώθηκε. Το σχήμα του κάστρου είναι σχεδόν τετράγωνο ενώ οι απότομοι βράχοι στα δυτικά και η θάλασσα στα ανατολικά κάνουν το στενόμακρο λόφο οχυρό που δύσκολα κυριευόταν. Το κάστρο έχει δύο πύλες, μία προς το βορειοδυτικό άκρο την οποία προστατεύει ένας ογκώδης κυκλικός πύργος και η δεύτερη στα ανατολικά, που έχει πρόσβαση από το πάνω μέρος του Παραλίου Άστρους. Ο οχυρωματικός περίβολος του σώζεται σε ύψος ως 6 μέτρα και διαθέτει, κυρίως στην ανατολική πλευρά, πολεμίστρες ενώ στο νότιο μέρος του διαθέτει ανοίγματα για πυροβόλα όπλα. Στο πλάτωμα της κορυφής διασώζονται ερειπωμένες αποθήκες, δεξαμενές νερού και οι τρεις κατοικίες των Ζαφειρόπουλων. Η πρώτη κατοικία, του Παναγιώτη Ζαφειρόπουλου, έχει ορθογώνια κάτοψη και είναι χτισμένη πάνω στα θεμέλια παλαιότερου οικοδομήματος. Η δεύτερη, του Κωνσταντίνου Ζαφειρόπουλου, έχει τέσσερα διαμερίσματα, βοηθητικούς χώρους, αποχωρητήριο και στέρνες. Η τρίτη κατοικία, του Ιωάννη Ζαφειρόπουλου, δε σώζεται σε καλή κατάσταση και μοιάζει αρκετά με αυτή του Κωνσταντίνου. (Πηγή πληροφοριών: Βικιπαίδεια)
Κάστρο Ωριάς
Το Κάστρο της Ωριάς Αρκαδίας ή Κάστρο Εστέλλα, είναι ένα ιστορικό, ερειπωμένο σήμερα κάστρο, χτισμένο 20 χλμ δυτικά του Άστρους.Το κάστρο, βρίσκεται στα νοτιοδυτικά του οροπεδίου του Ξηροκαμπίου, πάνω σε μία «φυσική πυραμίδα», ανάμεσα στα χωριά Άγιος Ιωάννης και Άγιος Πέτρος. Το κάστρο, βρίσκεται σε έναν βραχώδη λόφο, καθιστώντας το κάστρο απρόσιτο. Στην δυτική ομαλή πλαγιά, υπήρχε διπλός οχυρωματικός περίβολος, που περιέβαλε το λόφο, που στα ανατολικά καταλήγει στους καταρράκτες της Λεπίδας. Το εξωτερικό τείχος, έχει κτιστεί με ξερολιθιά και έκλεινε μέσα του έναν μεγάλο οικισμό με περισσότερες από 150 μικρές κατοικίες, διατάσεων 4×8 μέτρων περίπου. Τριάντα μέτρα πριν την κορυφή, υψώνεται μία δεύτερη σειρά τειχών που έχει κτιστεί με πέτρες και ασβεστοκονίαμα και διασώζεται σε μήκος 100 και ύψος 3 μέτρων. Εκεί, υπάρχει μία στενή εξωτερικά πύλη, η οποία προς τα μέσα πλαταίνει, ώστε να χωρά 4 – 5 υπερασπιστές του κάστρου, οδηγεί στο ευρύχωρο πλάτωμα της κορυφής όπου είναι ορατά τα θεμέλια 3 κατοικιών, αλλά και ένας τετράγωνος πύργος που διασώζεται σε ύψος 3 μέτρων. (Πηγή πληροφοριών: Βικιπαίδεια)
Ναός της Αλέας Αθηνάς
Ο Αρχαίος Ναός της Αλέας Αθηνάς στην Τεγέα είναι ο δεύτερος, σε μέγεθος, ναός της Πελοποννήσου μετά το ναό του Ολυμπίου Διός στην Ολυμπία. Το ιερό χτίστηκε τον 4ο π.Χ. αιώνα, αλλά οι ανασκαφές έδειξαν πως υπήρχε στην ίδια θέση σπουδαίο μυκηναϊκό ιερό, πάλι αφιερωμένο σε θηλυκή θεότητα. Ο αρχαιότερος ναός πρέπει να καταστράφηκε από πυρκαγιά το 395 π.Χ. Ο νεότερος ναός είναι έργο του παριανού γλύπτη Σκόπα. Για την κατασκευή του χρησιμοποιήθηκε μάρμαρο από τα Δολιανά και για τη θεμελίωσή του εντόπιος αμυγδαλόλιθος. Ο Σκόπας συνδύασε τους τρεις μεγάλους ρυθμούς της αρχαιότητας, Δωρικό, Κορινθιακό και Ιωνικό. Ο ναός υπήρξε μέγα άβατο, απροσπέλαστο στους αμύητους και προστατευόταν από Ιερό Άλσος. Είναι από τους ναούς που εγκολπώνουν τα καινούρια θρησκευτικά ήθη. Έτσι ο βωμός των αιματηρών αρχέγονων θυσιών βρίσκεται απόμακρα, ενώ το αναίμακτο θυσιαστήριο δεσπόζει. Ο ναός ήταν καταστόλιστος με σπουδαία αγάλματα της Αθηνάς, του Ασκληπιού και της Υγείας καθώς και πολλών άλλων θεών και ηρώων. Επίσης, στο ιερό του φυλασσόταν το δέρμα και τα δόντια του μυθικού καλυδώνιου Κάπρου. Ο Παυσανίας μας αφηγείται πως στη θέα αυτών των λειψάνων ο προσκυνητής καταλαμβανόταν από ανεξήγητους σπασμούς. Αυτή η παράδοση, μαζί με την ύπαρξη αγάλματος του Ασκληπιού και της Υγείας αποδεικνύει ότι ο ναός πρέπει να λειτουργούσε και ως θεραπευτήριο. Εκθέματα από το ναό βρίσκονται σήμερα στο Αρχαιολογικό Μουσείο Αλέας Τεγέας. (Πηγή πληροφοριών: Βικιπαίδεια)
Παλαιόκαστρο Λεωνιδίου
Κάστρο σε βραχώδη λόφο που δεσπόζει πάνω από την Πλάκα Λεωνιδίου. Η πρόσβαση γίνεται από μονοπάτι που ξεκινά από την άλλη πλευρά του λόφου, από το δρόμο που οδηγεί από την Πλάκα προς το χωριό Τσιτάλια. Οχύρωση υπάρχει κυρίως στη νότια και βόρεια πλευρά του λόφου, καθώς η δυτική είναι αρκετά δύσβατη και η ανατολική, προφανώς λόγω της φυσικής προστασίας από τα κάθετα βράχια, δεν είχε τειχιστεί. Ίχνη πύλης δε διακρίνονται σε κάποιο σημείο. Στο χώρο του κάστρου εντοπίζονται κατάλοιπα κινστέρνας. Δεύτερη κινστέρνα, μικρότερων διαστάσεων υπάρχει νοτιότερα, σε φυσική κοιλότητα του βράχου. Στα βόρεια της μεγαλύτερης κινστέρνας, διακρίνονται λείψανα οχύρωσης και κτισμάτων. Η νότια απόληξη του κάστρου διαμορφώνεται σε ημικυκλικό πύργο. Ίχνη τειχίσεως και θεμέλια πύργου εντοπίζονται στην βόρεια πλευρά. Στο λόφο επίσης υπάρχει το σταυρεπίστεγο ναϊδριο του Αγίου Αθανασίου και τα λείψανα του ερειπωμένου ναού του Αγίου Δημητρίου, καθώς και διάσπαρτα κατάλοιπα κτισμάτων από ξερολιθιά. (Πηγή πληροφοριών: Καστρολόγος)
Μουσεία
Αρχαιολογικό Μουσείο Άστρους
Το Αρχαιολογικό Μουσείο Άστρους στεγάζεται στη Σχολή Καρυτσιώτη, χτίστηκε το 1805 από τον Δημήτριο Καρυτσιώτη (1741 – 1819) ως παράρτημα της σχολής του Αγίου Ιωάννη (1798), στην οποία φοιτούσαν νέοι από όλη την Ελλάδα. Στο χώρο έγινε το 1823 η περίφημη Β’ Εθνοσυνέλευση Άστρους και το Κολοκοτρωνέικο τραπέζι, που έλαβε χώρα στις 19 Ιουνίου 1821, προς τιμήν του Δημητρίου Υψηλάντη. Στο μουσείο εκτίθενται:
- Αρχιτεκτονικά μέλη από την Έπαυλη του Ηρώδη του Αττικού στην Εύα (Δολιανά Κυνουρίας). Μέρος της συλλογής εκτίθεται και στην αυλή του μουσείου.
- Ευρήματα, κυρίως κεραμικά από νεκροταφεία ελληνιστικών χρόνων.
- Μικροαντικείμενα και νομίσματα από διάφορες περιοχές της Κυνουρίας, όπως η αρχαία Θυρέα Αρκαδίας στη σημερινή θέση Ελληνικό και η αρχαία πόλη Ανθήνη.
- Επιγραφές από διάφορες θέσεις της Κυνουρίας. (Πηγή πληροφοριών: Βικιπαίδεια)
Αρχαιολογικό Μουσείο Τεγέας
Το εκθεσιακό πρόγραμμα αφηγείται την ιστορία της γέννησης και εξέλιξης της ισχυρότερης πόλης της αρχαίας Αρκαδίας, της Τεγέας. Στο επίκεντρο βρίσκονται τα ιερά της και δη το ιερό της Αθηνάς Αλέας, ένα από τα πιο φημισμένα πελοποννησιακά ιερά. Στην αίθουσα 1 παρουσιάζονται εκθέματα που χρονολογούνται από τους προϊστορικούς μέχρι και τους αρχαϊκούς χρόνους. Η αφήγηση ξεκινά από τις σημαντικές προϊστορικές θέσεις της Νεολιθικής Εποχής και της Εποχής του Χαλκού και συνεχίζεται με τα σημαντικά αγροτικά ιερά της Τεγεάτιδος, τα οποία διαδραμάτισαν καθοριστικό ρόλο στην διαδικασία δημιουργίας της Τεγέας. Η ανάπτυξη μνημειακών αρχιτεκτονικών μορφών (δωρικά αρχιτεκτονικά στοιχεία – τεγεατικά επίκρανα) συνδέεται άρρηκτα με την δημιουργία ενός ισχυρού κέντρου εξουσίας και την οριστική συγκρότηση της πόλης. Στην αίθουσα 2 παρουσιάζεται μία ιδιαίτερη κατηγορία μνημείων, των αρκαδικών Ερμών. Οι αρκαδικοί Ερμαί, αφιερώματα ιδιωτών σε ιερά, αποτελούν αφαιρετικές απεικονίσεις θεών ή θεοτήτων. Επιχωριάζουν στην Τεγέα. Στην αίθουσα 3 ιστορείται η εξέλιξη της πόλεως από τους κλασικούς μέχρι και τους Ύστερους Ρωμαϊκούς Χρόνους. Παρουσιάζονται διάφορες πτυχές της ζωής της πόλεως. Η αφήγηση ξεκινά με την οικονομία (εκχρηματισμός, μέτρα και σταθμά, εμπόριο), συνεχίζεται με τις λατρείες, τους αθλητικούς αγώνες και ολοκληρώνεται με το «Επέκεινα», το θάνατο. Στην αίθουσα 4 η αφήγηση κορυφώνεται. Παρουσιάζεται το μεγάλο ιερό της Τεγέας, το ιερό της Αθηνάς Αλέας. Γύρω από αυτό συγκροτήθηκε η πόλη της Τεγέας. Εξιστορείται η εξέλιξή του από τους γεωμετρικούς μέχρι τους ελληνιστικούς χρόνους: Γέννηση – Μνημειοποίηση και Αναμόρφωσή του τον 4ο αι. π.Χ. από τον αρχιτέκτονα και γλύπτη Σκόπα. Η Υπαίθρια έκθεση αναπτύσσεται στον αύλειο χώρο του Μουσείου και χωρίζεται σε δύο ενότητες: Στην ενότητα «Δημοσίος Βίος» παρουσιάζονται επιλεγμένες επιγραφές, σχετικές με τη δημόσια ζωή στην Τεγέα, ενώ στην ενότητα «Το Επέκεινα» ενεπίγραφες επιτύμβιες στήλες. Η υπαίθρια έκθεση καλύπτει μία χρονική περίοδο από τους Ύστερους Αρχαϊκούς – Πρώιμους Κλασικούς μέχρι και τους Ύστερους Ρωμαϊκούς Χρόνους. (Πηγή πληροφοριών: Υπουργείο Πολιτισμού)
Αρχαιολογικό Μουσείο Τρίπολης
Το Αρχαιολογικό Μουσείο της Τρίπολης στεγάζεται σε διώροφο νεοκλασικό κτίριο χτισμένο το 1896, έργο του αρχιτέκτονα Ερνέστου Τσίλλερ. Αρχικά στέγαζε το νοσοκομείο της Ευαγγελίστριας. Είναι διώροφο και στον κήπο του εκτίθενται πάμπολλα ευρήματα της Αρκαδίας. Εξωτερικά, το ισόγειο χωρίζεται από τον πρώτο όροφο με μαρμάρινη ταινία. Το ίδιο μοτίβο συναντάμε και στην επίστεψη του κτιρίου, ενώ οι γωνίες του απομιμούνται λιθοδομή. Ο εξωτερικός του περίβολος είναι πετρόχτιστος, με αυθεντικά χυτοσίδηρα κιγκλιδώματα. Στο εσωτερικό του έχουν διαμορφωθεί οκτώ αίθουσες για να φιλοξενήσουν τη μνήμη της Αρκαδίας. Πάνω από 7000 ευρήματα από όλη την Αρκαδία βρίσκονται εδώ. Λειτουργεί και ως κέντρο των Αρχαιολογικών Υπηρεσιών της Αρκαδίας. Το μουσείο λειτουργεί από το 1986. Στο Μουσείο εκτίθενται ευρήματα από τις ανασκαφές αρχαίων θέσεων στην Αρκαδία. Περιλαμβάνει νεολιθικά και πρωτοελλαδικά αντικείμενα και σκεύη από πρόσφατες ανασκαφές στο Σακοβούνι Καμενίτσας, καθώς και πλούσια συλλογή Υστερομυκηναϊκών και Υπομυκηναϊκών Χρόνων από το Παλαιόκαστρο της Γόρτυνας. Εκτίθενται ακόμα ευρήματα Γεωμετρικών χρόνων από νεκροταφεία της Μαντινείας και κεραμική, γλυπτική και ανάγλυφα Αρχαϊκών μέχρι Ρωμαϊκών χρόνων από περιοχές της Αρκαδίας. Ξεχωρίζει η μοναδική στην Ελλάδα συλλογή των λατρευτικών ειδωλίων των Πρωτοελλαδικών χρόνων από το Σακοβούνι, όπως και το ομόγλυφο καθήμενο άγαλμα θεάς (ίσως η Αθηνά) από την Κάτω Ασέα και τα ευρήματα της 15ετούς ανασκαφής στην Έπαυλη του Ηρώδου του Αττικού στη Λουκού Κυνουρίας. Υπάρχουν επίσης ευρήματα Παλαιοχριστιανικών και Πρώιμων Βυζαντινών χρόνων. (Πηγή πληροφοριών: Βικιπαίδεια)
Ιστορικό και Εθνογραφικό Μουσείο Δολιανών
Στις 23 Μαΐου του 2015 εγκαινιάστηκε το «Ιστορικό και Εθνογραφικό Μουσείο Δολιανών». Στεγάζεται στην οικία των αδελφών Χριστοφίλη, η οποία είναι γνωστή και ως «Το ταμπούρι του Νικηταρά», καθώς στο συγκεκριμένο κτίσμα οχυρώθηκε ο Νικηταράς με μια ομάδα συναγωνιστών του κατά τη Μάχη των Δολιανών. Το μουσείο είναι αφιερωμένο στη νικηφόρα «Μάχη των Δολιανών» που διεξήχθη στο χωριό (εκθέματα στον επάνω όροφο), αλλά και στη λαογραφία που αφορούσε την καθημερινότητα της περιοχής κατά τα παρελθόντα έτη (εκθέματα στον κάτω όροφο). Η οικία έχει ενταχθεί ως «αμυντικό συγκρότημα» στο «διαρκή κατάλογο κηρυγμένων αρχαιολογικών χώρων και μνημείων» του Υπουργείου Πολιτισμού και Τουρισμού, ως χαρακτηριστικό δείγμα οχυράς κατοικίας της περιοχής. (Πηγή πληροφοριών: Βικιπαίδεια)
Λαογραφικό Μουσείο Κοσμά
Το Λαογραφικό Μουσείο Κοσμά στεγάζεται στο κτίριο που στέγαζε άλλοτε το σχολείο του χωριού. Εκεί θα βρείτε τα εργαλεία των Κοσμιτών χτενάδων, έργα ντόπιας ξυλογλυπτικής, κεραμικής, υφαντικής και κεντητικής τέχνης. Επίσης εκθέτονται αρχαιολογικά ευρήματα και ιστορικά έγγραφα. Επίσης θα βρείτε συλλεκτικό φωτογραφικό αρχείο και μία μικρή Πινακοθήκη έργων Ελλήνων ζωγράφων εμπνευσμένων από το φυσικό κάλλος της περιοχής. (Πηγή πληροφοριών: Κοσμάς Αρκαδίας)
Λαογραφικό Μουσείο Στεμνίτσας
Στόχος του Μουσείου είναι αφενός να προβάλει τη στεμνιτσιώτικη τέχνη και την κοινωνική της δομή ευρύτερα στους Έλληνες και ξένους που το επισκέπτονται και αφετέρου να φέρει σε επαφή τους ντόπιους με τα έργα της νεοελληνικής τέχνης της Ελλάδας γενικότερα. Σκοπός του Ιδρύματος στο οποίο υπάγεται το Μουσείο, είναι η διάσωση, η διατήρηση και η προβολή πάσης φύσεως λαογραφικού υλικού τόσο της Στεμνίτσας όσο και της ευρύτερης περιοχής της Αρκαδίας καθώς και η προώθηση της Ιστορίας της. Για την οργάνωση του Λαογραφικού Μουσείου Στεμνίτσας εργάστηκαν εξειδικευμένοι επιστήμονες (λαογράφοι, μουσειολόγοι, συντηρητές, σκηνογράφος, αρχιτέκτονες κλπ). Στην πτέρυγα Α, στο ισόγειο υπάρχουν τα εργαστήρια του χρυσικού, του κηροπλάστη, του καμπανά, του γανωτή, του μπαλωματή, κ.ά. Στο μεσοπάτωμα υπάρχει αναπαράσταση του εσωτερικού των στεμνιτσιώτικων σπιτιών με έπιπλα, υφαντά, κεντήματα, κασέλες, παλαιές φωτογραφίες και γενικά διάφορα διακοσμητικά και χρηστικά αντικείμενα ( π.χ. η Σάλα μιας εύπορης οικογένειας και το τρίχωρο μιας ασθενέστερης οικονομικά οικογένειας). Στον όροφο υπάρχει χώρος ειδικά διαμορφωμένος και εξοπλισμένος με προθήκες όπου εκτίθενται τα αντικείμενα της κυρίως συλλογής/δωρεάς του ζεύγους Σαββοπούλου. Αυτά εκπροσωπούν πολλούς χαρακτηριστικούς κλάδους της λαϊκής τέχνης από πολλά μέρη του ελλαδικού χώρου . Πλούσιες ενδυμασίες (γυναικείες και ανδρικές), κοσμήματα, ξυλόγλυπτα, κεραμικά, υφαντά, κεντήματα, μέταλλα και μεταβυζαντινές φορητές εικόνες. Στην πτέρυγα Β έχει αποκατασταθεί εκ θεμελίων το κτίριο με δαπάνες του Ιδρύματος για να στεγάσει τα νέα αποκτήματα, που προέρχονται από δωρεές Στεμνιτσιωτών. Στον Α’ όροφο εκτίθενται επιτοίχιες προθήκες με εκκλησιαστικά είδη αρgυροχρυσοχοϊας, ντόπια υφαντά και άλλα είδη οικιακής χρήσης. Υπάρχει επίσης αίθουσα διαλέξεων και προβολών. Στον Β’ όροφο εκτίθενται προθήκες επιτοίχιες με φιγούρες, σκηνικά, ρεκλάμες, εργαλεία, κ.ά. από τη συλλογή του ντόπιου Καραγκιοζοπαίκτη Λάμπρου Καραδήμα (δωρεά των παιδιών του). Επίσης προθήκες αμφίπλευρες με ενδυμασίες αστικές και αγροτικές. (Πηγή πληροφοριών: Υπουργείο Πολιτισμού)
Λαογραφικό Μουσείο Τσιταλίων
Το Λαογραφικό Μουσείο Τσιταλίων δημιουργήθηκε το 2008 με την πρωτοβουλία του Συλλόγου Απανταχού Τσιταλιωτών και τις δωρεές εκθεμάτων από κατοίκους του χωριού. Στεγάζεται στο χώρο του παλιού δημοτικού σχολείου Τσιταλίων, κατασκευής 1928. Στο Μουσείο βρίσκουν φιλόξενη στέγη οι υλικές μαρτυρίες του τόπου. Συλλέγονται και διαφυλάσσονται τα μέσα με τα οποία οι κάτοικοι του χωριού οργάνωναν και αντιμετώπιζαν τις βιοτικές και κοινωνικές τους ανάγκες. Εκθέματα όπως αγροτικά εργαλεία, αργαλειός, σχολικά βιβλία, οικιακά σκεύη, παιδικές κούνιες, τοπικές φορεσιές, έπιπλα αλλά και κινηματογραφικές μηχανές παλαιότερης εποχής μαζί με παλιό φωτογραφικό υλικό μας βοηθάνε να συνθέσουμε το παζλ της ζωής στο χωριό του προηγούμενου αιώνα. (Πηγή πληροφοριών: Δήμος Νότιας Κυνουρίας)
Λαογραφικό Μουσείο Φαλαισίας
Στην Τοπική Κοινότητα Φαλαισίας έχει δημιουργηθεί Λαογραφικό Μουσείο με πλούσια συλλογή από παραδοσιακές φορεσιές, κεντήματα, υφαντά καθώς και αγροτικά εργαλεία και οικιακά σκεύη που καλύπτει χρονικά τις αρχές του 19ου αι. ως τα μέσα του 20ού αι. (Πηγή πληροφοριών: Δήμος Μεγαλόπολης)
Μουσείο Αλέξανδρου Παπαναστασίου
Το Μουσείο Αλέξανδρου Παπαναστασίου λειτουργεί από το 1976 στο Λεβίδι Αρκαδίας εις μνήμην του πολιτικού, κοινωνιολόγου Αλέξανδρου Παπαναστασίου. Το Λεβίδι είναι η γενέτειρα του σπουδαίου και φλογερού αυτού επαναστάτη πολιτικού, του Αλέξανδρου Παπαναστασίου. Από το 1976 λειτουργεί λοιπόν εδώ το ομώνυμο μουσείο. Ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου, ήταν πρωθυπουργός της Ελλάδας από το 1924 μέχρι το 1932 και υπήρξε ένα από τα φωτεινότερα μυαλά του δύσκολου 20ου αιώνα. Χαρακτηρίζεται ως ειλικρινής δημοκράτης και πλήρωσε άφοβα το τίμημα των ιδεών του. Στο Λεβίδι υπάρχει το μουσείο που ιστορεί το βίο και τις ιδέες του πρωτοπόρου πολιτικού. Εδώ βρίσκεται η μεγάλη του βιβλιοθήκη με σπάνιους τόμους. Τα επιστημονικά του συγγράμματα, μεγάλο μέρος της επιστολογραφίας του, λόγοι και άρθρα που έγραψαν ιστορία εκτίθενται στο Λεβίδι. Υπάρχουν επίσης σπάνιες προσωπικές και οικογενειακές φωτογραφίες, αποτυπωμένες στιγμές από τη στρατιωτική του ζωή και μια συλλογή από προσωπικά αντικείμενα: η ομπρέλα του, ένα σακάκι, το κομπολόι του. Μικρά «σκόρπια» ίχνη ενός ανθρώπου που δεν μπορεί να χαθεί και που οπωσδήποτε έχει αφήσει λίγο από το μεγάλο του εαυτό σε τούτα τα ασήμαντα φαινομενικά αντικείμενα. (Πηγή πληροφοριών: Μουσείο Παπαναστασίου)
Μουσείο Δασικής Ιστορίας Μαινάλου
Το Μουσείο Δασικής Ιστορίας του όρους Μαινάλου είναι μουσείο στο χωριό Χρυσοβίτσι αφιερωμένο στην ιστορία της βιομηχανικής επανάστασης στον αρκαδικό χώρο και στη σημασία του Μαίναλου στην ιστορία του τόπου, είτε ως κρυσφύγετο και ορμητήριο των Αρκάδων, είτε ως πάροχος πρώτων υλών, όπως η δασική ύλη. Το Χρυσοβίτσι υπήρξε μεγάλο υλοτομικό κέντρο. Το 1939 κατασκευάστηκε εδώ ένα μεγάλο εργοστάσιο ξυλείας το οποίο διαδραμάτισε σπουδαίο ρόλο στην οικονομία της Αρκαδίας. Σε αυτό το εργοστάσιο στεγάζεται το Μουσείο Δασικής Ιστορίας. Πρόκειται για έναν χώρο που ιχνηλατεί τα πρώτα βήματα της βιομηχανικής επανάστασης στον αρκαδικό χώρο. Στο μουσείο λειτουργούν εκθέσεις εργαλείων και πρακτικών υλοτόμησης και επεξεργασίας του ξύλου. Αναβιώνει έτσι μια ολόκληρη σελίδα της Αρκαδίας. Γίνονται επίσης περιβαλλοντολογικά σεμινάρια ευαισθητοποίησης του κοινού στο ζήτημα της προστασίας του δάσους και της ορθολογικής χρήσης των πρώτων υλών. (Πηγή πληροφοριών: Βικιπαίδεια)
Μουσείο Χαλκού Τρίπολης
Το Μουσείο Χαλκού Τρίπολης βρίσκεται στην οδό Χρονά 18 στην Τρίπολη και περιέχει εκατοντάδες χάλκινα αντικείμενα φτιαγμένα από χαλκό. Το μουσείο είναι αποτέλεσμα εργασίας του Τάσου Μπιρμπίλη, που μετέτρεψε το πατρικό του σπίτι σε μουσείο και συνέλεξε εκατοντάδες χάλκινα αντικείμενα από όλη την Αρκαδία. Εργαλεία, μηχανές, καθημερινά σκεύη, λεπτουργήματα, όλα με κοινό χαρακτηριστικό ότι είναι φτιαγμένα από χαλκό. (Πηγή πληροφοριών: Βικιπαίδεια)
Πολεμικό Μουσείο Τρίπολης
Το Παράρτημα της Τρίπολης, εγκαινιάστηκε τον Ιανουάριο του 2000. Στεγάζεται στον πρώτο όροφο του Μαλλιαροπουλείου κληροδοτήματος, που είναι διατηρητέο κτίριο της πόλης. Είναι χτισμένο το 1861 και βρίσκεται στην κεντρική πλατεία της Τρίπολης, απέναντι από τον Μητροπολιτικό Ναό του Αγίου Βασιλείου. Την είσοδό του ο επισκέπτης τη συναντά στην οδό Εθνομαρτύρων 1. Στον εκθεσιακό χώρο, μέσα από κειμήλια και εκθέματα, ο επισκέπτης περιηγείται στην νεότερη πολεμική μας ιστορία, από την Ελληνική Επανάσταση του 1821 έως την απελευθέρωση μετά τη Γερμανική Κατοχή το 1944. (Πηγή πληροφοριών: Πολεμικό Μουσείο)
Υπαίθριο Μουσείο Υδροκίνησης Δημητσάνας
Το Υπαίθριο Μουσείο Υδροκίνησης, στη Δημητσάνα, προβάλλει τη σημασία της υδροκίνησης στην παραδοσιακή κοινωνία. Εστιάζοντας στις βασικές προβιομηχανικές τεχνικές που αξιοποιούν το νερό για την παραγωγή ποικίλων προϊόντων, τις συνδέει με την ιστορία και την καθημερινότητα της τοπικής κοινωνίας στο πέρασμα του χρόνου. Το Υπαίθριο Μουσείο Υδροκίνησης έχει αποκαταστήσει παραδοσιακές εγκαταστάσεις και υδροκίνητους μηχανισμούς. Τα εργαστήρια περιβάλλονται από πυκνή βλάστηση και άφθονα τρεχούμενα νερά, όπου μπορείτε να περιηγηθείτε. Οι μόνιμοι εξοπλισμοί τους έχουν αποκατασταθεί στην αρχική τους λειτουργία. Το πρώτο κτίριο στεγάζει νεροτριβή και αλευρόμυλο με οριζόντια φτερωτή. Στο διπλανό δωματιάκι, με το τζάκι, ζούσε ο μυλωνάς με την οικογένειά του, κατά κανόνα πολυμελή. Έξω από το μύλο θα δείτε ρακοκάζανο, που στηνόταν στην ύπαιθρο μετά τον τρύγο, για την παραγωγή τσίπουρου από τα στέμφυλα. Ακριβώς απέναντι, διώροφο κτίριο στέγαζε την κατοικία του βυρσοδέψη (πάνω) και το βυρσοδεψείο (κάτω). Το εσωτερικό του εργαστηρίου είναι χωρισμένο σε ζώνες που αντιστοιχούν στα διάφορα στάδια επεξεργασίας των δερμάτων. Το λιθόστρωτο οδηγεί σε πλάτωμα, όπου διαμορφώνεται φυσική δεξαμενή, και καταλήγει στον μπαρουτόμυλο. Το μπαρούτι, ισχυρό στοιχείο της πολιτισμικής ταυτότητας της περιοχής, διατηρείται ζωντανό στη μνήμη και τις αφηγήσεις των κατοίκων της. Κατά τη διάρκεια της Επανάστασης του 1821, οι Δημητσανίτες τροφοδοτούσαν τον αγώνα με το απαραίτητο αυτό πολεμικό υλικό. Ο Κολοκοτρώνης γράφει χαρακτηριστικά: «Μπαρούτι είχαμε, έκαμνε η Δημιτζάνα». Εδώ μπορείτε να δείτε τον κινούμενο μηχανισμό ενός μπαρουτόμυλου με κοπάνια, που είχε εξαφανιστεί στην Ευρώπη ήδη από τον 18ο αιώνα, ενώ στη Δημητσάνα χρησιμοποιήθηκε κατά την Επανάσταση, αλλά και έως τις αρχές του 20ού αιώνα.